- κοβελλίνης
- ο(ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού δισθενούς χαλκού (θειούχος χαλκός).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. covelline από το όν. τού Ιταλού χημικού Nicolo Covelli + κατάλ. -ine (< λατ. -inus)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοβελλίτης — ο (ορυκτ.) ο κοβελλίνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. covellite, από το όν. τού Ιταλού χημικού Nicolo Covelli + κατάλ. ite (πρβλ. ίτης)] … Dictionary of Greek